- σύψυχος
- -η, -ο, Νβλ. σύμψυχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύψυχος — η, ο με όλους τους άντρες που είναι σ αυτό, αύτανδρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύμψυχος — η, ο / σύμψυχος, ον, ΝΜΑ, και σύψυχος Ν νεοελλ. μσν. αύτανδρος («το καράβι βούλιαξε σύψυχο») αρχ. 1. αυτός που έχει το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλον («ἵνα τὸ αὐτὸ φρονῆτε, τὴν αὐτὴν άγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῡντες», ΚΔ) 2. ο ενωμένος… … Dictionary of Greek